ουδετεροφιλία

ουδετεροφιλία
η нейтрализм, склонность к нейтралитету

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ουδετεροφιλία" в других словарях:

  • ουδετεροφιλία — η [ουδετερόφιλος] το να αγαπά κάποιος την ουδετερότητα, το να τάσσεται υπέρ τής ουδετερότητας …   Dictionary of Greek

  • ουδετερότητα — Νομική ή πραγματική κατάσταση στην οποία βρίσκονται τα κράτη τα οποία δεν παίρνουν μέρος σε πόλεμο που διεξάγεται μεταξύ άλλων κρατών. Η ο. ως νομική κατάσταση στηρίζεται σε μια σειρά κανόνων του διεθνούς δικαίου που αποβλέπουν από το ένα μέρος… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»